Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Σοβαρές ανισότητες στη χρήση και πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ

Δόθηκε στη δημοσιότητα από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) η έκδοση ‘Health at a Glance 2009’, η οποία περιλαμβάνει ανάλυση των στατιστικών δεδομένων που σχετίζονται με την υγεία από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Τούντα, εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στην Επιτροπή του ΟΟΣΑ για την υγεία, τα κυριότερα ευρήματα, που αφορούν την Ελλάδα, είναι τα εξής:
Παρότι το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Ελλάδα (79,5 έτη) είναι υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο στον ΟΟΣΑ (79), ωστόσο υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με αρκετές ευρωπαϊκές και μη χώρες. Σε σχέση με την Ιαπωνία, η οποία έχει το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής στον κόσμο (82,6 έτη), η Ελλάδα υπολείπεται περισσότερο από 3 χρόνια. Αντίθετα, το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα στην ηλικία των 65 ετών είναι χαμηλότερο (19,6) από τον αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ (20,2 έτη). Ο δείκτης αυτός σχετίζεται με την πρόσβαση και τις δυνατότητες του συστήματος υγείας, καθώς και με τον τρόπο ζωής πριν και μετά την ηλικία των 65 ετών.

Αξιοσημείωτα χαμηλά (15%) εμφανίζονται τα ποσοστά των παιδιών 11-15 ετών που έχουν έστω και μέτρια φυσική δραστηριότητα σε καθημερινή βάση στην Ελλάδα, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στον ΟΟΣΑ είναι 20,2% και σε κάποιες χώρες είναι εντυπωσιακά υψηλότερος όπως στη Σλοβακία (42%) και στην Ιρλανδία (31%).

Αισθητά υψηλότερο στην Ελλάδα, σε σχέση με τον μ.ο. του ΟΟΣΑ είναι και το ποσοστό των παχύσαρκων παιδιών ηλικίας 11-15 ετών ήτοι 18,8%, έναντι 13,8% που ισχύει στον ΟΟΣΑ. Από την άλλη μεριά, το ποσοστό των καπνιστών (τουλάχιστον 1 φορά εβδομαδιαίως) αγοριών και κοριτσιών ηλικίας 15 ετών κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα με αυτά του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, ήτοι 17% για τα αγόρια και 16% για τα κορίτσια. Θετική επίσης εξέλιξη, είναι η σημαντική μείωση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα, την περίοδο 1980-2007, ακλουθώντας την αντίστοιχη τάση στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Αναφορικά με τους ανθρώπινους πόρους στον υγειονομικό τομέα είναι σημαντικό να αναφερθεί η υστέρηση της Ελλάδας στην απασχόληση στην υγεία.

Συγκεκριμένα, το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται στο χώρο της υγείας στην Ελλάδα το 2007 (επί του συνόλου των εργαζομένων) είναι 5,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες του ΟΟΣΑ, ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 9,8%.

Ωστόσο, η Ελλάδα κατέγραφε το 2007 την υψηλότερη αναλογία γιατρών ανά 1.000 κατοίκους διαμορφούμενη σε 5,4, έναντι 3,1/1.000 κατοίκους που ήταν το ίδιο έτος στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ειδικότερα, σε επίπεδο επαγγελματικών ειδικοτήτων η Ελλάδα καταγράφει την υψηλότερη (συγκριτικά με όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ) αναλογία γυναικολόγων και οδοντιάτρων, ήτοι 46/100.000 γυναικών και 24/100.000 πληθυσμού, αντίστοιχα.

Αντίθετα, εξαιρετικά χαμηλή είναι η αναλογία σε νοσηλευτές στη χώρα μας ήτοι: 3,2/1.000 κατοίκους το 2007, έναντι 9,6/1.000 κατοίκους που ήταν το ίδιο έτος κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Σχετικά με τους υλικούς πόρους, υψηλή είναι η διάχυση της σύγχρονης τεχνολογίας στην Ελλάδα. Ειδικά για τους Αξονικούς Τομογράφους (CT scanners) και Μαγνητικούς Τομογράφους (MRI), η αναλογία τους ανά 1.000.000 πληθυσμού διαμορφώθηκε το 2007 σε 25,8 και 13,2 αντίστοιχα, ενώ οι αντίστοιχες αναλογίες στις χώρες του ΟΟΣΑ ανέρχονταν σε 22,8 και 11.

Όσον αφορά την αναλογία των κλινών οξείας νοσηλείας σε σχέση με τον πληθυσμό, σημειώνεται ότι αυτή παρέμεινε αμετάβλητη το διάστημα 1995-2007, ανερχόμενη σε 3,9/1.000 κατοίκους, χαμηλότερη όμως από την αντίστοιχη αναλογία που καταγράφεται στις χώρες του ΟΟΣΑ, ήτοι 4,7/1.000 κατοίκους. Βελτίωση ωστόσο σημειώθηκε στο βαθμό αξιοποίησης των κλινών, καθώς η πληρότητα από 66% που ήταν το 1995, ανήλθε σε 73% το 2007, προσεγγίζοντας έτσι τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Επίσης, θετική εξέλιξη ήταν και η πτώση στη Μέση Διάρκεια Νοσηλείας, καθώς το 2007 ήταν 5,6 ημέρες από 6,4 που ήταν το 1995.

Αναφορικά με τα μεταδοτικά νοσήματα είναι εντυπωσιακά χαμηλή η επίπτωση της Ηπατίτιδας Β στην Ελλάδα, ανερχόμενη το 2007 σε 0,7/100.000 πληθυσμού, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ το ίδιο έτος ήταν 2,9.

Σοβαρές ανισότητες παρατηρούνται στη χρήση και στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα, σχετιζόμενες με κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες. Είναι εντυπωσιακό ότι οι αναφορές των ατόμων από τις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες σχετικά με τη συχνότητα παράλειψης ικανοποίησης υγειονομικών αναγκών είναι 4-5 φορές συχνότερες σε σχέση με τα άτομα που ανήκουν στις υψηλότερες εισοδηματικές ομάδες (παρόμοια είναι η κατάσταση και στην Πορτογαλία).

Το ποσοστό των γυναικών που ανήκουν στη χαμηλή εισοδηματική ομάδα και κάνει μαστογραφία είναι μόλις 20%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών που ανήκουν στην ανώτερη εισοδηματική ομάδα ανέρχεται σε 60%. Πρόσθετα, σημαντικές ανισότητες μεταξύ υψηλών και χαμηλών εισοδηματικών ομάδων καταγράφονται στην οδοντιατρική φροντίδα, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην Πορτογαλία και τη Δανία.

Αναφορικά με την υγειονομική δαπάνη στην Ελλάδα, αυτή ήταν σταθερά υψηλή και το 2007, ανήλθε σε 9,6% του ΑΕΠ, έναντι 8,9% του ΑΕΠ που ήταν για το ίδιο έτος ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ. Αναλυτικότερα, σημαντικά υψηλότερη στη χώρα μας, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, είναι η δαπάνη για φαρμακευτική περίθαλψη ανερχόμενη σε 2,4% του ΑΕΠ, έναντι 1,5% που είναι ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Αξιοσημείωτα υψηλή είναι και η συμμετοχή των ιδίων των χρηστών στη χρηματοδότηση της υγειονομικής δαπάνης, καθώς η επιβάρυνση των νοικοκυριών με υγειονομικές δαπάνες ανέρχονταν το 2007 σε 5,9% του συνόλου της καταναλωτικής τους δαπάνης, έναντι 3% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου